- παραφωνώ
- (ε) αμετ. диссонировать, звучать диссонансом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραφωνώ — παραφωνῶ, έω, ΝΜΑ [παράφωνος] νεοελλ. τραγουδώ, ψάλλω ή μιλώ παράφωνα, με παραφωνία, φάλτσα αρχ. 1. αναφωνώ κάτι διακόπτοντας κάποιον που μιλάει 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) παρατρύζω* … Dictionary of Greek
παραφωνώ — παραφώνησα, κάνω παραφωνία, δεν ταιριάζω φωνητικά, τραγουδώ ή ψέλνω παράφωνα, κάνω φάλτσο, φαλτσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξηχώ — ἐξηχῶ, έω (AM) [εξηχώ] αντηχώ («ἦχοι ἐξήχησαν ἐν τῆ κοιλάδι τῆς δίκης», ΠΔ) αρχ. βγάζω άναρθρες κραυγές, παραφωνώ … Dictionary of Greek
θρυλίζω — (Α) [θρύλος] κάνω παραφωνία, παραφωνώ … Dictionary of Greek
παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
φαλτσάρω — φαλτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. αμτβ., κάνω παρατονία, παραφωνώ, κάνω φάλτσο: Είναι παράφωνος, φαλτσάρει. 2. μτφ., σφάλλω, κάνω λάθος, πέφτω έξω: Οι δικτάτορες πάντοτε φαλτσάρουν. 3. (για μπάλα), έχω φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσάρει πολύ η μπάλα θα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)